- ἀπτέρωτος
- ἀπτέρωτος, ον,A unfeathered, of arrows or bolts, IG2.809e19.II ἀπτέρωτα· ταχέα, αἰφνίδια, Hsch.; cf. ἀπτερέως, ἄπτερος III.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απτέρωτος — ἀπτέρωτος, ον (AM) άπτερος … Dictionary of Greek
ἀπτερώτοις — ἀπτέρωτος unfeathered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτερώτῳ — ἀπτέρωτος unfeathered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτέρωτα — ἀπτέρωτος unfeathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπτερος — κ. άφτερος, η, ο (AM ἄπτερος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος αρχ. (για λόγο) 1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος 2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος 3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν… … Dictionary of Greek